επιποτώμαι

επιποτώμαι
ἐπιποτῶμαι, -άομαι (Α) [ποτώμαι]
1. πετώ από πάνω, εκτείνομαι πάνω σε κάτι, απλώνομαι («τοῑον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται», Αισχύλ.)
2. μετεωρίζομαι
3. επιπλέω, επιπολάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”